Θέλω να βρεθώ στο χωρίο. Στην παραλία. Έρημη πλέον. Έφυγαν όλοι. Να κάτσω στα τραπεζάκια. Μόνη. Να παραγγείλω ένα καφέ. Βαρύ γλυκό. Στο κλασσικό άσπρο φλιτζανάκι. Και να χαθώ στη θάλασσα. Να νιώσω την δροσιά του Οκτώβρη. Όταν δεν φυσά, ο ήλιος καίει ακόμα. Όταν το κύμα σκάει στις πέτρες, μου έρχονται στάλες στο πρόσωπο. Μπορώ να γευτώ την αλμύρα. Μπορώ να γευτώ το γαλάζιο. Μυρίζω τη θάλασσα. Μυρίζω τα ψάρια. Ακούω τα κύματα. Ακούω τον αέρα. Ακούω την ερημιά. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Παίρνω όλη την Εύβοια μέσα μου. Όλα τα ακρογιάλια της, όλη την άμμο της, όλα τα πεύκα της, όλο το ρετσίνι της, όλες τις ελιές της. Και βγάζω όλα αυτά που ζουν μέσα μου, όλα αυτά που με βασιλεύουν. Και νιώθω για μια στιγμή ελεύθερη, για μια στιγμή σπουδαία.
Το βλέμμα πέφτει σε οικεία πράγματα. Πράγματα που φαίνονται να είναι ριζωμένα μέσα μου πριν γεννηθώ. Λες και τα είχα κάποια φορά δικά μου. Όλα μοιάζουν να έχουν χάσει το χρώμα του καλοκαιριού. Και έχουν πάρει μια πιο ασπρόμαυρη όψη. Μα η αίσθηση του σπιτιού μένει πάντα ίδια. Αυτή η αίσθηση ότι κάπου ανήκεις, ότι κάπου μπορείς να υπολογίσεις.
Από μακρυά ένα γνώριμο παραδοσιακό νησιώτικο μου σφραγίζει και μου επιβεβαιώνει όλα αυτά που νιώθω.